à condition - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

à condition - translation to γαλλικά

LINGUISTIC PHENOMENON IN WHICH ANAPHORIC ELEMENTS SUCH AS PRONOUNS ARE GRAMMATICALLY ASSOCIATED WITH THEIR ANTECEDENTS
Binding Theory; Condition C; Condition B; Condition A; Principle A; Principle B; Principle C; Binding theory; Referential expression

conditionnellement      
conditionally, in a conditional manner, provisionally
à condition      
providing that
zymogène      
zymogenic, causing fermentation; of a zymogen, of a substance which becomes an enzyme under certain conditions

Ορισμός

condition
n. a term or requirement stated in a contract, which must be met for the other party to have the duty to fulfill his/her obligations. See also: condition precedent condition subsequent

Βικιπαίδεια

Binding (linguistics)

In linguistics, binding is the phenomenon in which anaphoric elements such as pronouns are grammatically associated with their antecedents. For instance in the English sentence "Mary saw herself", the anaphor "herself" is bound by its antecedent "Mary". Binding can be licensed or blocked in certain contexts or syntactic configurations, e.g. the pronoun "her" cannot be bound by "Mary" in the English sentence "Mary saw her". While all languages have binding, restrictions on it vary even among closely related languages. Binding has been a major area of research in syntax and semantics since the 1970s, and was a major for the government and binding theory paradigm.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για à condition
1. Mais à condition que l‘homme demeure au centre des préoccupations.
2. Son rêve était de lépouser, à condition de demeurer aux Emirats.
3. "On a un certain temps pour réagir à condition qu‘on s‘y mette toute de suite.
4. Mais à condition de réexaminer toute la «structure du budget» européen. (publicité)
5. Ce dernier est le seul à pouvoir convoquer des élections anticipées, à condition cependant que MM.